- ερυμνοτερως
- ἐρυμνοτέρωςболее защищенно
(ἐ. ἔχειν πρὸς τὰ γειτνιῶντα μέρη τῆς πόλεως Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐ. ἔχειν πρὸς τὰ γειτνιῶντα μέρη τῆς πόλεως Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐρυμνοτέρως — ἐρυμνός fenced adverbial comp ἐρυμνός fenced masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)